Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Απεικονίσεις Στρατιωτών – μέρος Β΄


Η παραπάνω εικόνα είναι μία από τις πολλές ξυλογραφίες του βιβλίου Der Weiß-Kunig (1) ή του Λευκού Βασιλιά, δηλαδή του Αψβούργου αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄. Στην εικονογράφηση συνεργάστηκαν τουλάχιστον τέσσερεις διαφορετικοί καλλιτέχνες, μάλλον στη δεύτερη δεκαετία του 16ου αιώνα, αλλά το βιβλίο δεν εκδόθηκε παρά 250 χρόνια αργότερα.  Πρόκειται για μια εξιστόρηση της ζωής του Μαξιμιλιανού με περιεχόμενο ρομαντικό, προπαγανδιστικό και αλληγορικό. Οι εικόνες ωστόσο δίνουν ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών για την εποχή εκείνη. Υπάρχουν και μερικές απεικονίσεις Στρατιωτών, από τις οποίες διάλεξα τις πιο ενδιαφέρουσες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το τί βλέπουμε σε αυτή την πρώτη εικόνα. Στην αριστερή πλευρά, Βενετσιάνικο βαρύ ιππικό, με το λέοντα του Αγίου Μάρκου στη σημαία τους, είναι πλαισιωμένοι από τρεις Στρατιώτες που διασταυρώνουν τις λόγχες τους με τις αλαβάρδες και τα μακρύτατα κοντάρια Γερμανών Landsknechte.
Η εμφάνιση των Στρατιωτών διαφέρει από όλων των άλλων. Χαρακτηριστικά ημίψηλα καπέλα, γενειάδες, φαρδιοί γιακάδες, μακριά ανατολίτικα μανίκια που κρέμονται στα πλευρά του αλόγου τους (2).  Παρ’ όλα αυτά μην εκπλαγείτε αν κάπου δείτε οι άνθρωποι αυτοί να αναφέρονται σαν ουσάροι. Αυτό βέβαια δεν είναι σωστό. Οι Βενετοί δεν χρησιμοποιούσαν ουσάρους αλλά μόνο stradioti, και το Βενετσιάνικο λιοντάρι σε αυτή την εικόνα είναι απόδειξη της ταυτότητας τους. Η σύγχυση όμως είναι κατανοητή. Η περιβολή των Στρατιωτών ουσιαστικά δεν ήταν παρά η σχεδόν παμβαλκανική, και σίγουρα διαβαλκανική, ενδυμασία της εποχής. Οι πρώτοι ουσάροι ήταν ορθόδοξοι Βαλκάνιοι, κυρίως Σέρβοι, που κατέφυγαν στην Ουγγαρία από όπου συνέχισαν την αντίσταση στην Οθωμανική επέκταση. Δεν ήταν δηλαδή παρά Στρατιώτες που στην νέα τους πατρίδα έγιναν γνωστοί με το Σερβικό όνομα gusar ή husar, δηλαδή κουρσάροι. Η λέξη κουρσάρος εκείνα τα χρόνια σήμαινε και το στεριανό επιδρομέα, όχι μόνο το θαλασσινό. Αφού δεν μπορούμε να είμαστε πάντα σίγουροι για το αν αυτός που βλέπουμε είναι Στρατιώτης θα ήταν ίσως ασφαλέστερο να μιλάμε για κάποιον με περιβολή Στρατιώτη. Ωστόσο θεωρώ την προσπάθεια διαχωρισμού Στρατιωτών και ουσάρων γύρω στα 1500 μάταιη και στερούμενη νοήματος. Θα τους αποκαλώ λοιπόν Στρατιώτες.

Σε αυτή την εικόνα βλέπουμε μια μικρή λεπτομέρεια που μάλλον ξέχασε ο καλλιτέχνης της προηγούμενης: την ουρά του αλόγου δεμένη κόμπο. Ο Στρατιώτης αυτός είναι στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Το σημαιάκι στο κοντάρι του φέρει ένα Χ. Είναι ο Βουργουνδιανός σταυρός του Αγίου Ανδρέα που χρησιμοποιούσε ο Μαξιμιλιανός – ανάμεσα στους πολλούς τίτλους του ήταν και Δούκας της Βουργουνδίας. Στο Μερκούριο Μπούα, ο οποίος είχε υπηρετήσει το Μαξιμιλιανό από το 1508 μέχρι το 1513 παίρνοντας τον τίτλο του κόμη, ο αυτοκράτορας είχε παραχωρήσει αυτή τη σημαία (3).

Και στις δύο προηγούμενες εικόνες οι Στρατιώτες ιππεύουν με κοντούς αναβολείς και λυγισμένα γόνατα. Είναι ο ανατολίτικος τρόπος ιππασίας. Συγκρίνετε με το δυτικό τρόπο του Α και Β παρακάτω.

Ο Δ φοράει καπέλο με πολλά φτερά που σημαίνει ότι είναι μάλλον Ούγγρος άρχοντας. Ο Ε φοράει το επίπεδο καπέλο που συνήθιζαν οι Κροάτες και οι Πολωνοί, αλλά το φορούσαν συχνά και οι Ούγγροι, κάποτε και οι Σέρβοι. Επειδή έχει μαλλιά και γένια τείνω να αποκλείσω την πιθανότητα να είναι Κροάτης ή Πολωνός. Αυτοί ξύριζαν το πρόσωπο και τις πλευρές του κεφαλιού αφήνοντας μόνο το μουστάκι. Όσοι εξακολουθούν να βρίσκουν το παρουσιαστικό των Στρατιωτών παράξενο ας ρίξουν μια ματιά στον Γ! Τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Χριστιανοί της ανατολικής Ευρώπης στολίζονταν με προβιές αγρίων ζώων και φτερά για εντυπωσιασμό των φίλων και εκφοβισμό των εχθρών. Το έκαναν κατά κόρον οι ουσάροι. Δεν γνωρίζω καμιά σχετική αναφορά  για τους Στρατιώτες, χωρίς όμως να το αποκλείω. Ο συγκεκριμένος θα έλεγα ότι μάλλον είναι Μαγυάρος τοξότης.
Στην επόμενη εικόνα ο Στρατιώτης φοράει καπέλο που θυμίζει την απεικόνιση από τους ‘Έλληνας Στρατιώτας εν τη Δύσει’ του Σάθα. Υπάρχουν και απεικονίσεις Τούρκων με παρόμοιο καπέλο.

Τώρα μια εικόνα που είναι, νομίζω, μοναδική. Αυτή τη φορά ο Στρατιώτης, καπετάνιος μάλιστα,  είναι πεζός και φαίνεται να φοράει περισκελίδες, δίνοντας μας μια ξεκάθαρη εικόνα της εξέλιξης της εθνικής μας ενδυμασίας.

Στο ζωνάρι του έχει περασμένο ένα Pugnale ad orecchie ή pugnale alla stradioti ή estradiot – το γνωστό εγχειρίδιο των Στρατιωτών. Μπορούμε να το δούμε απαθανατισμένο από τον Dürer πάνω σε ένα τοξότη στην επόμενη εικόνα. Πάνω σε Στρατιώτη όμως, εγώ τουλάχιστον, δεν το έχω ξαναδεί.

Φοράει το καπέλο του στραβά, με έντονη κλίση, και έτσι μπορούμε να δούμε κάτι πού έπρεπε να περιμένουμε αλλά δεν ήταν φανερό στις προηγούμενες εικόνες: το Βυζαντινό ‘κουκούλιον’, τη σκούφια κάτω από το καπέλο που είχαμε δει και αλλού. Μία από τις λιγότερο γνωστές περιγραφές Στρατιωτών, από ένα Γάλλο, αντίπαλο τους στη μάχη του Fornovo και σύμμαχο αργότερα, μιλάει για αυτήν ακριβώς τη σκούφια (4).
Αυτοί φορούσαν ένα παράξενο κάλυμμα της κεφαλής, γιατί ήταν σαν την σκούφια νέας γυναίκας. Και εκεί που βάζανε το κεφάλι ήταν εφοδιασμένο με πέντε ή έξι χοντρά χαρτιά κολλημένα μεταξύ τους, με τέτοιο τρόπο που ένα ξίφος δεν έκανε μεγαλύτερη ζημιά από ότι σε ένα θώρακα.
Η αναφορά αυτή είναι μεν άκρως ενδιαφέρουσα αλλά ταυτόχρονα και προβληματική έτσι όπως είναι διατυπωμένη. Δυστυχώς οι πολεμιστές της εποχής διακρίνονταν για την οξύτητα του ξίφους τους αλλά όχι της πένας τους. Δίνει έτσι την εντύπωση ότι στο εσωτερικό της σκούφιας υπήρχε χαρτί. Θα εξηγήσω τώρα γιατί πιστεύω ότι δεν μπορεί να ήταν έτσι.
Ακόμη και αν η κόλλα που χρησιμοποιούσαν δεν ήταν υδροδιαλυτή, το χαρτί είναι κάθε άλλο παρά ανθεκτικό στην τριβή και καταστρέφεται αμέσως σε συνθήκες υγρασίας. Εξ άλλου η χρήση του σκούφου είχε, νομίζω, σαν πρωταρχικό στόχο την προστασία του καπέλου από τον ιδρώτα και τις άλλες εκκρίσεις του τριχωτού της κεφαλής. Ο σκούφος πλένεται εύκολα, το καπέλο όχι. Το να βάλεις χαρτί στο σκούφο, ακόμη και επικαλυμμένο με κερί ή άλλο υλικό αδιαβροχοποίησης, θα δημιουργούσε σημαντικά προβλήματα και στο καθάρισμα και στο φόρεμα.
Επιπλέον, από μόνη της αυτή η θωράκιση θα ήταν ανθεκτική στη διάτρηση αλλά δεν θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στην απορρόφηση βίαιων πληγμάτων. Μια σπαθιά στο κεφάλι μπορεί να μην προξενούσε θλαστικό τραύμα και αιμορραγία αλλά θα μπορούσε να προξενήσει κάταγμα, αιμάτωμα ή διάσειση και γενικά να σε κάνει να δεις τον ουρανό σφοντύλι. Αν δεν πέθαινες από το πρώτο χτύπημα θα σε ξέκανε το δεύτερο. Έπρεπε δηλαδή να υπάρχει κάποιο υλικό που να απορροφάει και να αναδιανέμει την ενέργεια των πληγμάτων. Αυτό το υλικό, ένα είδος μαξιλαριού ικανού πάχους, δεν μπορούσε να είναι μέσα στη σκούφια. Πρέπει να ήταν μέσα στο καπέλο. Αυτός ίσως ήταν ο λόγος που τα καπέλα των Στρατιωτών ήταν ψηλά, για να υπάρχει δηλαδή χώρος για τέτοια υλικά. Η χάρτινη θωράκιση πρέπει να ήταν και αυτή στο εσωτερικό του καπέλου, πάνω από τη σκούφια και το ‘μαξιλαράκι’. Όσοι έχουν φορέσει τα παλιά ατσάλινα κράνη στο στρατό καταλαβαίνουν τι εννοώ. Έξω πάει το ατσάλινο κράνος και μέσα το εσωτερικό για την απορρόφηση των κραδασμών.
Η χάρτινη θωράκιση των Στρατιωτών δεν ήταν καθόλου νέα σαν ιδέα. Είναι βασικά η ίδια μέθοδος με την οποία κατασκευαζόταν ο αρχαίος λινοθώραξ. Απλώς το λινό ύφασμα είχε αντικατασταθεί από χαρτί, το οποίο μάλλον πρόσφερε πλεονέκτημα στη σχέση βάρους και διατρητότητας. Ο αρχαίος λινοθώραξ ήταν εξαιρετικά ανθεκτικός. Σε πάχος ενός εκατοστού πρόσφερε απόλυτη προστασία από βέλη ριγμένα από ισχυρά τόξα ακόμη και από πολύ μικρή απόσταση.
Φυσικά οι Στρατιώτες δεν ενδιαφέρονταν μόνο για την προστασία της κεφαλής τους. Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος χρησιμοποιούσαν ‘εφαπλωματοποιημένους’ επενδύτες.

Παρόμοιο επενδύτη παρουσιάζει ο Cesare Vecellio το 16ο αιώνα σε χρήση από ένα Μοσχοβίτη. Η σχέση των Ρώσων με το Βυζάντιο είναι σημαντική εδώ. ‘Εφαπλωματοποιημένοι’ επενδύτες ήταν σε χρήση από τους Βυζαντινούς αρκετούς αιώνες πριν.

Φροντίζει μάλιστα ο Vecellio να μας πληροφορήσει ότι ο επενδύτης αυτός άντεχε σε οποιοδήποτε χτύπημα. Μιας και μιλάμε για Μοσχοβίτες, να πούμε ότι τυχόν πλεονέκτημα του αδιαβροχοποιημένου χαρτιού στη θερμομόνωση θα ήταν επίσης σημαντικό. Ο Philip de Comines είχε πει για τους Στρατιώτες (5): Είναι σκληραγωγημένοι άνθρωποι πού μένουν έξω στο ύπαιθρο όλο το χρόνο με τα άλογα τους.
Οι Στρατιώτες χρησιμοποιούσαν κατά κανόνα δικά τους άλογα και οπλισμό, δεν τους τα παρείχαν οι εργοδότες τους. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν φτωχοί άνθρωποι και οι ατσάλινες αρθρωτές πανοπλίες κόστιζαν τον ουρανό με τ’ άστρα. Χρησιμοποιούσαν λοιπόν ένα μέσο προστασίας που ήταν πολύ φτηνότερο, πολύ ελαφρύτερο, δεν τηγάνιζες πάνω του αυγά στον ήλιο και σταματούσε τον παγωμένο άνεμο από τις χιονισμένες κορυφές των βουνών. Μπορούσαν έτσι να κινούνται γρήγορα, με σχεδόν οποιοδήποτε καιρό, να καλύπτουν αποστάσεις μεγαλύτερες, να περνάνε φουσκωμένα ποτάμια και να σκαρφαλώνουν σε βουνίσια μονοπάτια όπου ιππείς με πανοπλία δεν θα το διανοούνταν καν.
Δεν θέλω να δημιουργήσω την εντύπωση ότι οι Στρατιώτες μπορούσαν με τις χάρτινες πανοπλίες τους να αντιμετωπίσουν εκ παρατάξεως σιδερόφραχτους ιππότες. Χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερες τακτικές καταπόνησης και διάσπασης τους για να τούς εξουδετερώσουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα συνηθισμένα τους όπλα, η λόγχη και η σπάθη δεν ήταν πολύ αποτελεσματικά. Τόξα θα τους ήταν χρήσιμα για παρενόχληση εκ του μακρόθεν και κεφαλοθραύστες (απελατίκια ή ματζούκια) απαραίτητοι για μάχη εκ του συστάδην. Ξέρουμε θετικά από μια αναφορά του Marino Sanudo ότι πράγματι χρησιμοποιούσαν κεφαλοθραύστες και εδώ, από το Niklas Stoer, η εικόνα ενός ‘stradioth’ που τοξεύει έφιππος.

Έχουμε και Γ΄ μέρος.

------------------------------------------------------------------------------------------ 
(1)  Der Weiß-Kunig: eine Erzählung von den Thaten Kaiser Maximilian des Ersten, herausgegeben aus dem Manuscripte der kaiserl. königl. Hofbibliothek von Marx Treitzsaurwein auf dessen Angeben zsgetragen, nebst d. von Hannsen Burgmair dazu verfertigten Holzschnitten, Βιέννη 1775.  
(2)  Η απεικόνιση είναι πολύ ακριβής και είναι φανερό ότι ο καλλιτέχνης είχε δει Στρατιώτες. Μάλλον όχι στη μάχη όμως, γιατί τότε τα μανίκια συνήθως δένονταν μεταξύ τους πίσω από την πλάτη για να μην εμποδίζουν.
(3)  Κ. Σάθας, Ελληνικά Ανέκδοτα, τόμος 1ος , Αθήνα 1867, σ. 19.
(4)  Ils avoient un estrange habillement de teste , car il estoit comme ung chapperon de damoiselle; et où ils mettoient la teste, cela estoit garny de cinq ou six gros papiers  collés ensemble , de sorte que un espée n’y faisoit non plus de mal que sur une quirasse. Από τοChoix de chroniques et mémoires sur l'histoire de France avec notices biographiques par J. A. C. Buchon, Histoire du gentil seigneur de Bayard, composée par le Loyal Serviteur’, Παρίσι 1836, σελ. 62.
(5)  The Memoirs of Philip de Commines, Lord of Argenton: Containing the Histories of Louis XI and Chales VIII, Kings of France, and of Charles the Bold, Duke of Burgundy, μετ. του Anrew R. Scoble, τόμος 2, σελ. 201, εκδ. 1856.

2 σχόλια:

  1. Πολύ εμπεριστατωμένα και μελετημένα.
    Υπάρχει οικογένεια Μπούα στη Ζάκυνθο και μάλιστα ολιγομελής.
    Εχει σχέση με αυτήν ο Μερκούριος Μπούας?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι, κάποιος Μπούας έχει γραφείο κοντά στον Άγιο Λάζαρο.

    Η Μπουαίοι ή Μπουγιάνοι ήταν πολύ μεγάλη φάρα με πολλά παρακλάδια ήδη το 15ο αιώνα. Πάνω από χίλια άτομα και με τις διάφορες συγγένειες είχαν τεράστια επιρροή. Ήταν η σημαντικότερη Αρβανίτικη οικογένεια του Μοριά και λέγεται ότι ο αρχηγός τις φάρας είχε τριάντα χιλιάδες κόσμο πίσω του. Βασικά ήταν εγκαταστημένοι στην αρχή στη δυτική Αρκαδία αλλά με την άφιξη των Τούρκων χωρίστηκαν στα δύο, οι μεν στο Ναύπλιο, οι δε στη Μεθώνη. Ο Μερκούριος ήταν από το Ναύπλιο.

    Ο Λ. Ζώης λέει ότι ο πρώτος Μπούας στη Ζάκυνθο ήταν από εκείνους τους Ναυπλιώτες που πήγαν στη Μάνη με το Θεόδωρο Μπούα για να ενωθούν με τον Κλαδά το 1480. Δεν ξέρω πού βασίστηκε.

    Στενή σχέση με τον Μερκούριο δύσκολα μπορεί να βρεθεί. Ήδη από το 16ο αιώνα υπάρχει πρόβλημα στο ποιός είναι συγγενής τίνος. Ο Τζάνες Κορωναίος, για παράδειγμα, λέει ότι είχε μόνο έναν αδελφό. Η Κύπρια ιστορικός Νάσα Παταπίου όμως έχει βρει επιστολές από Ναυπλιώτες Μπουαίους, εγκαταστημένους στην Κύπρο, που ισχυρίζονταν ότι είναι συγγενείς του και ότι τέσσερεις αδελφοί του είχαν πάει εκεί.

    Πάντως οι Ζακυνθινοί Μπουαίοι -- ήταν Στρατιώτες όπως όλοι φαίνεται οι Μπουαίοι -- είναι από τους λίγους, ίσως οι μόνοι, που έχουν κρατήσει το όνομα. Οι υπόλοιποι έχουν τώρα τα ονόματα διαφόρων κλάδων, Σπαταίοι, Γριβαίοι, Μουρικαίοι κλπ.

    Απορώ πως τη γλύτωσε το Μπουγιάτο στη Ζάκυνθο και δεν το μετονομάσανε σε Κηφισιά ή κάποια άλλη αηδία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία από το http://pampalaia.blogspot.com/ χορηγείται με άδειαCreative Commons Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .